- παρθενόσφαγος
- -ον, Ααυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -σφαγος (< θ. σφαγ- τού σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ-ην), πρβλ. ταυρό-σφαγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθενοσφάγοισι — παρθενόσφαγος of a slaughtered maiden s blood masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενοσφάγοισιν — παρθενόσφαγος of a slaughtered maiden s blood masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek